Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Η Ελλάδα της Πόλης και της Υπαίθρου

Του Γεωργίου Α. Δαουτοπούλου, Καθηγητή Γεωπονίας ΑΠΘ, www.daoutop.gr

Γνώρισα τον Βαν, έναν πανύψηλο Ολλανδό, στη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών στην Αμερική στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ανταγωνιζόμασταν στις πρωτιές και στην ταχύτητα ολοκλήρωσης των σπουδών. Και οι δύο είχαμε βαθειά την επιθυμία να γυρίσουμε στην πατρίδα μας.
Ακολούθησε και αυτός πανεπιστημιακή καριέρα, όπως έμαθα, μια δεκαετία αργότερα, από το ενημερωτικό δελτίο του Πανεπιστημίου. Πριν από λίγα χρόνια, συνάδελφος πλέον καθηγητής σε ονομαστό Πανεπιστήμιο της Ολλανδίας, ζήτησε να με επισκεφθεί το καλοκαίρι σε ανταπόδοση επίσκεψής μου με αφορμή ένα συνέδριο που γίνονταν στη χώρα του το 2005.
Με έπιασε πανικός. Που να τον πήγαινα; Και τι είχα να του δείξω με ένα ελάχιστο αίσθημα υπερηφάνειας; Τίποτε απολύτως. Απεναντίας, έπρεπε συνεχώς να απολογούμαι ζητώντας συγνώμη για το αδιαχώρητο των αυτοκινήτων στην πανεπιστημιούπολη, για την αφισορρύπανση, τα σημάδια βανδαλισμού και τα σκουπίδια. Μια αναλαμπή στο μυαλό, έδωσε την ιδέα. Προφασίστηκα ότι, λόγω του καλοκαιριού, το πανεπιστήμιο ήταν κλειστό. Έτσι, από το αεροδρόμιο, κατευθυνθήκαμε στο εξοχικό μας στη Χαλκιδική.
Απόλαυσε μπάνια, φαγητό, τοπίο και σύντομα αναγνώρισε τα σημάδια της φωτιάς που προηγήθηκε. Διέκρινε τα μπάζα, την έλλειψη κάδων ανακύκλωσης , χώρων κίνησης και άθλησης για ποδήλατα και πεζούς, την ανεξέλεγκτη δόμηση, αλλά εντυπωσιάστηκε και από την ευημερία που έβλεπε σε αυτοκίνητα, σπίτια, ρούχα και διασκέδαση.
Λίγο αργότερα περιηγηθήκαμε στη Μακεδονική ύπαιθρο. Επισκεφθήκαμε τα Μουσεία Πέλλας και Βεργίνας. Έμεινε έκπληκτος από την οργάνωση και παρουσίαση των εκθεμάτων. Ήταν ενήμερος για το Σκοπιανό και είχε πρόταση. Γιατί δεν καλούμε σε ξενάγηση στους δύο χώρους, όσους έχουν αντιρρήσεις ή θεωρούν υπερβολική την ευαισθησία που δείχνουμε;.
Συνεχίσαμε για την πατρώα γη. Απολαύσαμε τη λίμνη της Καστοριάς με την πόλη να καθρεπτίζεται μέσα της (ευτυχώς η δυσοσμία δεν ήταν ακόμη αισθητή), τα βυζαντινά μνημεία και τα αρχοντικά και την άλλη μέρα μετά την επίσκεψη στον βιολογικό μου καρυδεώνα, κινήσαμε για συλλογή μανιταριών στο Γράμμο. Ο Βαν που μέχρι τότε γνώριζε και λάτρευε τα μανιτάρια των σούπερ μάρκετ, εξέφρασε τις ανησυχίες του για την ασφάλεια του εγχειρήματος.
Ο Τάκης, ένας πολυτάλαντος αγρότης, κτηνοτρόφος, τυροκόμος, φυσιοδίφης και οικοδόμος όλων των ειδικοτήτων (παλαιών και σύγχρονων) που ανέλαβε να μας συνοδεύσει και να επιβλέψει τη συλλογή στα υψώματα πάνω από τη Λάγκα, διαβεβαίωσε για τη διατροφική ασφάλεια, για να προσθέσει προκαλώντας το γέλιο όλων. «Δεν έχω Άϊζο ή Χασπ, αλλά θα τα φάω πρώτος εγώ!.»
Τα δύο οχήματα υπαίθρου μας έφεραν στην κατάλληλη τοποθεσία και κινήσαμε για πεζοπορία και συλλογή, περπατώντας στις πλαγιές μιας δασοκάλυψης από ακμαία δένδρα δρυός για να καταλήξουμε στις οξιές. Το περπάτημα στη φυλλοστρωμνή σου έδινε την εντύπωση ότι περπατούσες πάνω σε μαλακό στρώμα. Κατά διαστήματα γευστικές αγριοφράουλες με θεϊκό άρωμα και γεύση, σμέουρα και άγρια βατόμουρα επιδοτούσαν τις προσπάθειές μας.
Κάθε βήμα συνοδεύονταν από τον ήχο των ξερών κλαδιών που έσπαζαν ή μάλλον διαμαρτύρονταν για το βάρος μας!. Τα επιφωνήματα της ανακάλυψης μανιταριών έφερναν όλους στο σημείο της ανακάλυψης με πρώτο τον Τάκη που γνωμάτευε για την αξία του ευρήματος. Πολλοί θησαυροί αποδείχθηκαν άνθρακες, προς μεγάλη θλίψη των πρωταιτίων της ανακάλυψης. Παρόλα αυτά, τα καλάθια γέμιζαν.
Σε λίγο, ο Βαν μου θύμισε πως δεν πήραμε νερό μαζί μας. Είπα μια βαριά κουβέντα στα Ελληνικά για να ξορκίσω την κακοτυχιά μας ή μάλλον για να δικαιολογήσω την ανοργανωσιά μας. Ο Τάκης που προσέτρεξε με καθησύχασε, λέγοντας. «Μη στενοχωριέσαι Γιώργο. Πήρα πλαστικά ποτήρια και σε πέντε λεπτά θα είμαστε σε γάργαρο νερό». Πράγματι, σε λίγο ακούστηκε το κελάρυσμα του νερού και όλοι έσπευσαν να ξεδιψάσουν. Το νερό έτρεχε από μια βρύση στη στροφή του δρόμου. Η πρώτη δοκιμή έφερε εκπλήξεις. Με θερμοκρασίες που πλησίαζαν στο βουνό τους 30 βαθμούς στον αέρα, το νερό ήταν παρόμοιο με αυτό που βγαίνει από το ψυγείο. Ο Βαν απόρησε. «Έχετε νερό ύδρευσης και στα βουνά;» Για να προσθέσει. «Και το αφήνετε έτσι να τρέχει;»
Μια ώρα αργότερα κατηφορίσαμε στη Λάγκα και στο φιλόξενο εξοχικό του Πέτρου και της Αντιγόνης καθίσαμε να απολαύσουμε τους κόπους μας. Η μαεστρία της Αντιγόνης έφτιαξε σε χρόνο ρεκόρ εδέσματα μανιταριών που θα ζήλευαν σεφ ξενοδοχείων πέντε αστέρων. Στο τραπέζι προστέθηκαν σε λίγο σαλάτες από τον κήπο, δύο δρασκελιές από το τραπέζι που στρώσαμε, τυρί φέτα του Τάκη και κόκκινο σπιτικό κρασί.
Ο φίλος μου ο Βαν αποσβολωμένος, έχοντας απολαύσει τη φύση και γευθεί τα εδέσματα, δήλωσε στο τραπέζι. «Φίλοι μου, είμαι 60 και πλέον ετών και για πρώτη φορά στη ζωή μου ήπια και έφαγα αγαθά που προσφέρει η φύση. Μη μας ζηλεύετε που είμαστε ανεπτυγμένοι. Στη χώρα μου δεν έχουμε ούτε ένα τετραγωνικό γης που να θεωρείται φυσική περιοχή και το νερό που έχουμε, δεν πίνεται. Ειλικρινά σας ζηλεύω. Αν ο φίλος μου ο Τζώρτζ με είχε καλέσει πριν από 20 χρόνια μπορεί τώρα να ήμουν μόνιμος κάτοικος της χώρας σας!.»
Χωρίς να έχουμε προσυνεννοηθεί, όλοι μαζί του απαντήσαμε σε άπταιστα Αγγλικά. «Van, it is never too late». (Βαν, ποτέ δεν είναι αργά), για να ξεσπάσουμε αμέσως σε γέλια και να φουσκώσουν τα πνευμόνια μας από λίγη περηφάνια που δύσκολα τη βρίσκουμε στους καταθλιπτικούς καιρούς αυτής της δύσκολης πορείας που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου